FAQs About the word moiety

μισό

one of two (approximately) equal parts, one of two basic subdivisions of a tribeOne of two equal parts; a half; as, a moiety of an estate, of goods, or of profi

μισό,μέρος,ενότητα,συνιστώσα,συστατικό,τμήμα,Στοιχείο,κλάσμα,halvers,Ημισφαίριο

άθροισμα,συνολικό,ολόκληρος,σύνολο

moieties => ημιμόρια, moidore => Μοϊδόρος, moider => Μόιντερ, mohurrum => Μουχάρεμ, mohur => μοχούρ,