Greek Meaning of momentariness
εφήμεροτητα
Other Greek words related to εφήμεροτητα
Nearest Words of momentariness
Definitions and Meaning of momentariness in English
momentariness (n.)
The state or quality of being momentary; shortness of duration.
FAQs About the word momentariness
εφήμεροτητα
The state or quality of being momentary; shortness of duration.
εφήμεροτητα,εφήμερο,εφήμερος,εφήμερη,εφήμερο,σύντομη,προσωρινότητα,εφήμερος,εφήμερος,εφήμερο
Συνέχεια,συνέχεια,αντοχή,μονιμότητα,μόνιμο,Μακροζωία
momentarily => στιγμιαία, momentany => στιγμιαίος, momentaneous => στιγμιαίος, momentally => προσωρινά, momental => στιγμιαίο,