Greek Meaning of public utility
Δημόσια Υπηρεσία Κοινής Ωφέλειας
Other Greek words related to Δημόσια Υπηρεσία Κοινής Ωφέλειας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of public utility
- public trust => δημόσιοι εμπιστοσύνη
- public treasury => Δημόσιο ταμείο
- public transport => Μέσα μαζικής μεταφοράς
- public transit => δημόσιες συγκοινωνίες
- public toilet => Δημόσια τουαλέτα
- public square => Πλατεία
- public speaking => Δημόσια ομιλία
- public speaker => Δημόσιος ομιλητής
- public service => δημόσια υπηρεσία
- public servant => Δημόσιος υπάλληλος
Definitions and Meaning of public utility in English
public utility (n)
a company that performs a public service; subject to government regulation
FAQs About the word public utility
Δημόσια Υπηρεσία Κοινής Ωφέλειας
a company that performs a public service; subject to government regulation
No synonyms found.
No antonyms found.
public trust => δημόσιοι εμπιστοσύνη, public treasury => Δημόσιο ταμείο, public transport => Μέσα μαζικής μεταφοράς, public transit => δημόσιες συγκοινωνίες, public toilet => Δημόσια τουαλέτα,