Greek Meaning of public speaking
Δημόσια ομιλία
Other Greek words related to Δημόσια ομιλία
Nearest Words of public speaking
- public speaker => Δημόσιος ομιλητής
- public service => δημόσια υπηρεσία
- public servant => Δημόσιος υπάλληλος
- public security => Δημόσια ασφάλεια
- public school => Δημόσιο σχολείο
- public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων
- public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων
- public relations => δημόσιες σχέσεις
- public prosecutor => εισαγγελέας
- public property => Δημόσια περιουσία
- public square => Πλατεία
- public toilet => Δημόσια τουαλέτα
- public transit => δημόσιες συγκοινωνίες
- public transport => Μέσα μαζικής μεταφοράς
- public treasury => Δημόσιο ταμείο
- public trust => δημόσιοι εμπιστοσύνη
- public utility => Δημόσια Υπηρεσία Κοινής Ωφέλειας
- public utility company => ΔΕΚΟ
- public works => Δημόσια Έργα
- publically => δημόσια
Definitions and Meaning of public speaking in English
public speaking (n)
delivering an address to a public audience
FAQs About the word public speaking
Δημόσια ομιλία
delivering an address to a public audience
ρητορική,ρητορική,λόγος,λόγος,Εξοχών,Επίκληση,βόμβα,grandiloquence,μιλάω
No antonyms found.
public speaker => Δημόσιος ομιλητής, public service => δημόσια υπηρεσία, public servant => Δημόσιος υπάλληλος, public security => Δημόσια ασφάλεια, public school => Δημόσιο σχολείο,