Greek Meaning of public prosecutor
εισαγγελέας
Other Greek words related to εισαγγελέας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of public prosecutor
- public property => Δημόσια περιουσία
- public press => δημόσιος τύπος
- public presentation => Δημόσια παρουσίαση
- public opinion poll => Δημοσκόπηση
- public opinion => δημόσια γνώμη
- public office => δημόσιο αξίωμα
- public nuisance => Δημόσιο αδίκημα
- public mover => Δημόσιο μεταφορικό μέσο
- public library => δημόσια βιβλιοθήκη
- public lecture => δημόσια διάλεξη
- public relations => δημόσιες σχέσεις
- public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων
- public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων
- public school => Δημόσιο σχολείο
- public security => Δημόσια ασφάλεια
- public servant => Δημόσιος υπάλληλος
- public service => δημόσια υπηρεσία
- public speaker => Δημόσιος ομιλητής
- public speaking => Δημόσια ομιλία
- public square => Πλατεία
Definitions and Meaning of public prosecutor in English
public prosecutor (n)
a government official who conducts criminal prosecutions on behalf of the state
FAQs About the word public prosecutor
εισαγγελέας
a government official who conducts criminal prosecutions on behalf of the state
No synonyms found.
No antonyms found.
public property => Δημόσια περιουσία, public press => δημόσιος τύπος, public presentation => Δημόσια παρουσίαση, public opinion poll => Δημοσκόπηση, public opinion => δημόσια γνώμη,