Greek Meaning of public security
Δημόσια ασφάλεια
Other Greek words related to Δημόσια ασφάλεια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of public security
- public school => Δημόσιο σχολείο
- public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων
- public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων
- public relations => δημόσιες σχέσεις
- public prosecutor => εισαγγελέας
- public property => Δημόσια περιουσία
- public press => δημόσιος τύπος
- public presentation => Δημόσια παρουσίαση
- public opinion poll => Δημοσκόπηση
- public opinion => δημόσια γνώμη
- public servant => Δημόσιος υπάλληλος
- public service => δημόσια υπηρεσία
- public speaker => Δημόσιος ομιλητής
- public speaking => Δημόσια ομιλία
- public square => Πλατεία
- public toilet => Δημόσια τουαλέτα
- public transit => δημόσιες συγκοινωνίες
- public transport => Μέσα μαζικής μεταφοράς
- public treasury => Δημόσιο ταμείο
- public trust => δημόσιοι εμπιστοσύνη
Definitions and Meaning of public security in English
public security (n)
the general security of public places
FAQs About the word public security
Δημόσια ασφάλεια
the general security of public places
No synonyms found.
No antonyms found.
public school => Δημόσιο σχολείο, public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων, public relations => δημόσιες σχέσεις, public prosecutor => εισαγγελέας,