Greek Meaning of public transit
δημόσιες συγκοινωνίες
Other Greek words related to δημόσιες συγκοινωνίες
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of public transit
- public toilet => Δημόσια τουαλέτα
- public square => Πλατεία
- public speaking => Δημόσια ομιλία
- public speaker => Δημόσιος ομιλητής
- public service => δημόσια υπηρεσία
- public servant => Δημόσιος υπάλληλος
- public security => Δημόσια ασφάλεια
- public school => Δημόσιο σχολείο
- public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων
- public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων
- public transport => Μέσα μαζικής μεταφοράς
- public treasury => Δημόσιο ταμείο
- public trust => δημόσιοι εμπιστοσύνη
- public utility => Δημόσια Υπηρεσία Κοινής Ωφέλειας
- public utility company => ΔΕΚΟ
- public works => Δημόσια Έργα
- publically => δημόσια
- publican => Ταβερνιάρης
- publication => δημοσίευση
- publicise => διαφημίζω
Definitions and Meaning of public transit in English
public transit (n)
a public transportation system for moving passengers
FAQs About the word public transit
δημόσιες συγκοινωνίες
a public transportation system for moving passengers
No synonyms found.
No antonyms found.
public toilet => Δημόσια τουαλέτα, public square => Πλατεία, public speaking => Δημόσια ομιλία, public speaker => Δημόσιος ομιλητής, public service => δημόσια υπηρεσία,