Greek Meaning of officialily
επίσημα
Other Greek words related to επίσημα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of officialily
- officialese => Επίσημη γλώσσα
- officialdom => γραφειοκρατία
- official immunity => Επίσημη ασυλία
- official emissary => επίσημος απεσταλμένος
- official document => Επίσημο έγγραφο
- official => επίσημος
- officer's mess => Λέσχη αξιωματικών
- officering => στελέχωση
- officered => αξιωματικός
- officer => αξιωματούχος
Definitions and Meaning of officialily in English
officialily (n.)
See Officialty.
FAQs About the word officialily
επίσημα
See Officialty.
No synonyms found.
No antonyms found.
officialese => Επίσημη γλώσσα, officialdom => γραφειοκρατία, official immunity => Επίσημη ασυλία, official emissary => επίσημος απεσταλμένος, official document => Επίσημο έγγραφο,