Greek Meaning of surefooted

σίγουρος

Other Greek words related to σίγουρος

Definitions and Meaning of surefooted in English

Wordnet

surefooted (s)

not liable to stumble or fall

not liable to error in judgment or action

FAQs About the word surefooted

σίγουρος

not liable to stumble or fall, not liable to error in judgment or action

επιδέξιος,αθλητικός,επιδέξιος,επιδέξιος,επιδέξιος,Ταχύς,ακροβατικός,Ευέλικτος,μπαλέτο,συντονισμένος

αμήχανος,αδέξιος,άχαρος,άχαρος,βαρύς,άκαμπτος,Μη συντονισμένος,άχαρος,αδέξιος,άκαμπτος

sure-fire => βέβαιος, sure-enough => σίγουρα, sure thing => Φυσικά, sure enough => σίγουρα, sure as shooting => σίγουρα,