Greek Meaning of sure-enough

σίγουρα

Other Greek words related to σίγουρα

Definitions and Meaning of sure-enough in English

FAQs About the word sure-enough

σίγουρα

πραγματικός,αυθεντικός,πιστοποιήσιμο,πιστοποιημένο,γνήσιος,ειλικρινής,πρωτότυπο,πραγματικός,αδιαμφισβήτητος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ

τεχνητός,ψεύτικος,πλαστό,Τεχνητός,ψεύτικος,μίμηση,κοροϊδεύω,ψεύτικος,ψεύτικη,ψευδο-

sure thing => Φυσικά, sure enough => σίγουρα, sure as shooting => σίγουρα, sure => σίγουρα, surd => κουφός,