FAQs About the word carousals

καρουζέλ

a wild, drunken party or celebration, carouse

κραιπάλες,γλεντάει,μεθυσμένοι,ξόδεμα,κάμπτες,Προτομές,Τζαμπόρι,γλέντια,πανηγυρίζω,Τουτς

No antonyms found.

caroming => Καραμπόλα, caromed => καραμπόλας, carols => τα κάλαντα, caroches => άμαξες, carnivores => Σαρκοφάγα,