FAQs About the word pigmentary

χρωστικός

Of or pertaining to pigments; furnished with pigments.

χρώμα,Χρωστική ουσία,Χρωματισμός,βαφή,κηλίδα,βαφή,Απόχρωση,σκιά,Απόχρωση,απόχρωση

χλωρίνη,αποχρωματίζω,ζεμάτισμα,λεύκανση

pigmental => χρωματικός, pigment => Χρωστική, pigmean => πυγμαίος, pigman => Γουρουνοκάμηλος, piglet => Γουρουνάκι,