Greek Meaning of pignorative
ενέχυρο
Other Greek words related to ενέχυρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pignorative
- pignus => ενέχυρο
- pignut => Φιστίκι
- pignut hickory => Καρύδι με το κέλυφος του γουρουνιού
- pigpecker => γουρουνοτσικνιάς
- pigpen => χοιροστάσιο
- pig's ears => Γουρουνοπούλες
- pigs' feet => Πόδια χοίρου
- pigs in blankets => Λουκάνικα τυλιγμένα με μπέικον
- pigs' knuckles => γουρουνοπούλα
- pig-sized => Με το μέγεθος γουρουνιού
Definitions and Meaning of pignorative in English
pignorative (a.)
Pledging, pawning.
FAQs About the word pignorative
ενέχυρο
Pledging, pawning.
No synonyms found.
No antonyms found.
pignoration => ενέχυρο, pignora => ενεχυρίαση, pignolia => Κουκουνάρι, pignerate => η τιμή της αγοράς, pigmy talinum => Νάνος Ταλινούμ,