Greek Meaning of pig-headedly

πεισματικά

Other Greek words related to πεισματικά

Definitions and Meaning of pig-headedly in English

Wordnet

pig-headedly (r)

in a stubborn unregenerate manner

FAQs About the word pig-headedly

πεισματικά

in a stubborn unregenerate manner

αμετάπειστος,πεισματάρης,αδαμάντινος,πεισματάρης,αποφασισμένος,επίμονος,σκληρός,σκληρυμένο,πεισματάρης,σκληροτράχηλος

Αποδεκτός,συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,συμβατός,υπάκουος,ευέλικτος,υπάκουος,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος

pig-headed => Πεισματάρης, pigheaded => πεισματάρης, piggyback plant => Φυτό πλάτης, piggyback => Στην πλάτη, piggy bank => Γουρούνι,