Greek Meaning of intracranial aneurysm
Εγκεφαλικό ανεύρυσμα
Other Greek words related to Εγκεφαλικό ανεύρυσμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intracranial aneurysm
- intracranial => ενδοκρανιακό
- intracolic => ενδοκολικός
- intracerebral => ενδοεγκεφαλικός
- intracellular fluid => Ενδοκυτταρικό υγρό
- intracellular => ενδοκυτταρικός
- intracapsular surgery => Ενδοκαψική επέμβαση
- intraaxillary => Ενδομασχάλιος
- intra vires => εντός εξουσιών
- intra- => ενδο-
- intoxicating => μεθυστικός
- intracranial cavity => Ενδοκρανιακή κοιλότητα
- intractability => δυσκολία
- intractable => αδάμαστος
- intractableness => απροσηγορία
- intractably => δυσμετάβλητα
- intractile => ανένδοτος
- intracutaneous => ενδοδερμική
- intradepartmental => Ενδοϋπουργικός
- intradermal => ενδοδερμική
- intradermal injection => Ενδοδερμική ένεση
Definitions and Meaning of intracranial aneurysm in English
intracranial aneurysm (n)
an aneurysm of a cranial artery
FAQs About the word intracranial aneurysm
Εγκεφαλικό ανεύρυσμα
an aneurysm of a cranial artery
No synonyms found.
No antonyms found.
intracranial => ενδοκρανιακό, intracolic => ενδοκολικός, intracerebral => ενδοεγκεφαλικός, intracellular fluid => Ενδοκυτταρικό υγρό, intracellular => ενδοκυτταρικός,