Greek Meaning of intradermal
ενδοδερμική
Other Greek words related to ενδοδερμική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intradermal
- intradepartmental => Ενδοϋπουργικός
- intracutaneous => ενδοδερμική
- intractile => ανένδοτος
- intractably => δυσμετάβλητα
- intractableness => απροσηγορία
- intractable => αδάμαστος
- intractability => δυσκολία
- intracranial cavity => Ενδοκρανιακή κοιλότητα
- intracranial aneurysm => Εγκεφαλικό ανεύρυσμα
- intracranial => ενδοκρανιακό
- intradermal injection => Ενδοδερμική ένεση
- intradermal test => ενδοδερμική δοκιμή
- intradermally => ενδοδερμικά
- intradermic => ενδοδερμική
- intrados => Ενδοβαθμίδα
- intrafoliaceous => ενδοφυλλικός
- intrafusion => μετάγγιση
- intralinguistic => Ενδογλωσσικός
- intralobular => ενδολοβιακός
- intramarginal => ενδοπεριθωριακός
Definitions and Meaning of intradermal in English
intradermal (a)
relating to areas between the layers of the skin
FAQs About the word intradermal
ενδοδερμική
relating to areas between the layers of the skin
No synonyms found.
No antonyms found.
intradepartmental => Ενδοϋπουργικός, intracutaneous => ενδοδερμική, intractile => ανένδοτος, intractably => δυσμετάβλητα, intractableness => απροσηγορία,