Greek Meaning of intralinguistic
Ενδογλωσσικός
Other Greek words related to Ενδογλωσσικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intralinguistic
- intrafusion => μετάγγιση
- intrafoliaceous => ενδοφυλλικός
- intrados => Ενδοβαθμίδα
- intradermic => ενδοδερμική
- intradermally => ενδοδερμικά
- intradermal test => ενδοδερμική δοκιμή
- intradermal injection => Ενδοδερμική ένεση
- intradermal => ενδοδερμική
- intradepartmental => Ενδοϋπουργικός
- intracutaneous => ενδοδερμική
- intralobular => ενδολοβιακός
- intramarginal => ενδοπεριθωριακός
- intramercurial => ενδοϋδραργυρικός
- intramolecular => ενδομοριακός
- intramundane => κοσμικός
- intramural => ενδοπανεπιστημιακός
- intramuscular => ενδομυϊκός
- intramuscular injection => Ενδομυϊκή ένεση
- intramuscularly => ενδομυϊκώς
- intranet => Εταιρικό δίκτυο
Definitions and Meaning of intralinguistic in English
intralinguistic (a)
within a particular language
FAQs About the word intralinguistic
Ενδογλωσσικός
within a particular language
No synonyms found.
No antonyms found.
intrafusion => μετάγγιση, intrafoliaceous => ενδοφυλλικός, intrados => Ενδοβαθμίδα, intradermic => ενδοδερμική, intradermally => ενδοδερμικά,