Greek Meaning of intramuscular
ενδομυϊκός
Other Greek words related to ενδομυϊκός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intramuscular
- intramural => ενδοπανεπιστημιακός
- intramundane => κοσμικός
- intramolecular => ενδομοριακός
- intramercurial => ενδοϋδραργυρικός
- intramarginal => ενδοπεριθωριακός
- intralobular => ενδολοβιακός
- intralinguistic => Ενδογλωσσικός
- intrafusion => μετάγγιση
- intrafoliaceous => ενδοφυλλικός
- intrados => Ενδοβαθμίδα
- intramuscular injection => Ενδομυϊκή ένεση
- intramuscularly => ενδομυϊκώς
- intranet => Εταιρικό δίκτυο
- intranquillity => ανησυχία
- intranscalent => αμετάβλητος
- intransgressible => Απαγορευμένο
- intransigence => αδιαλλαξία
- intransigency => αδιαλλαξία
- intransigent => αδιάλλακτος
- intransigentes => ασυμβίβαστοι
Definitions and Meaning of intramuscular in English
intramuscular (a)
within a muscle
FAQs About the word intramuscular
ενδομυϊκός
within a muscle
No synonyms found.
No antonyms found.
intramural => ενδοπανεπιστημιακός, intramundane => κοσμικός, intramolecular => ενδομοριακός, intramercurial => ενδοϋδραργυρικός, intramarginal => ενδοπεριθωριακός,