Greek Meaning of abstractive
αφηρημένος
Other Greek words related to αφηρημένος
- έννοια
- σύλληψη
- ιδέα
- εντύπωση
- έννοια
- σκέψη
- στοχασμός
- εικόνα
- διάνοια
- παρατήρηση
- αντίληψη
- εικόνα
- αντανάκλαση
- Θεωρία
- ανησυχία
- υπόθεση
- πίστη
- Εγκεφαλικό κύμα
- ιδιοτροπία
- χίμαιρα
- Γνώση
- εγωισμός
- Συμπέρασμα
- εικασία
- πεποίθηση
- Παραίσθηση
- φανταχτερός
- φάντασμα
- τέρας
- μαντεύω
- ψευδαίσθηση
- διαίσθηση
- Υπόθεση
- ψευδαίσθηση
- έμπνευση
- κόμπος
- μάτι του μυαλού
- Φάντασμα
- προεμμηνοπαυσιακός
- προκατάληψη
- προαίσθημα
- προκατάληψη
- προαίσθημα
- Εικασίες
- υπόθεση
- υποθέτω
- ιδιοτροπία
- ιδιοτροπία
Nearest Words of abstractive
Definitions and Meaning of abstractive in English
abstractive (s)
of an abstracting nature or having the power of abstracting
abstractive (a.)
Having the power of abstracting; of an abstracting nature.
FAQs About the word abstractive
αφηρημένος
of an abstracting nature or having the power of abstractingHaving the power of abstracting; of an abstracting nature.
έννοια,σύλληψη,ιδέα,εντύπωση,έννοια,σκέψη,στοχασμός,εικόνα,διάνοια,παρατήρηση
γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα
abstractitious => Περίληψη, abstractionist => αφηρημένος, abstractionism => αφηρημένος εξπρεσιονισμός, abstractional => αφηρημένος, abstraction => αφαίρεση,