Greek Meaning of abstractly
αφηρημένα
Other Greek words related to αφηρημένα
- εννοιολογικός, εννοιακός
- μεταφυσικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- υποθετικός
- ιδανικός
- ιδεολογικός
- διανοούμενος
- ψυχικός
- εννοιολογικός
- εικαζόμενο
- πνευματικός
- εικαστικός
- Κοσμικό
- αιθέριος
- άυλος
- ανεπαίσθητος
- Ανέφικτο
- ασώματος
- ανούσιος
- άυλος
- αόρατος
- άυλος
- Αΰλος
- Ρομαντικός
- υπερβατικός
- υπερβατικός
- απίθανος
- ουτοπικός
- κοσμικός
Nearest Words of abstractly
Definitions and Meaning of abstractly in English
abstractly (r)
in abstract terms
abstractly (adv.)
In an abstract state or manner; separately; absolutely; by itself; as, matter abstractly considered.
FAQs About the word abstractly
αφηρημένα
in abstract termsIn an abstract state or manner; separately; absolutely; by itself; as, matter abstractly considered.
εννοιολογικός, εννοιακός,μεταφυσικός,θεωρητικός,θεωρητικός,υποθετικός,ιδανικός,ιδεολογικός,διανοούμενος,ψυχικός,εννοιολογικός
σκυρόδεμα,φυσικός,πραγματικός,αισθητός,ορισμένος,ορισμένος,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,διακριτός,υλικό
abstractiveness => αφηρημάδα, abstractively => Αφηρημένα, abstractive => αφηρημένος, abstractitious => Περίληψη, abstractionist => αφηρημένος,