Greek Meaning of abstractness

αφηρημάδα

Other Greek words related to αφηρημάδα

Definitions and Meaning of abstractness in English

Wordnet

abstractness (n)

the quality of being considered apart from a specific instance or object

Webster

abstractness (n.)

The quality of being abstract.

FAQs About the word abstractness

αφηρημάδα

the quality of being considered apart from a specific instance or objectThe quality of being abstract.

εννοιολογικός, εννοιακός,μεταφυσικός,θεωρητικός,θεωρητικός,υποθετικός,ιδανικός,ιδεολογικός,διανοούμενος,ψυχικός,εννοιολογικός

σκυρόδεμα,φυσικός,πραγματικός,αισθητός,ορισμένος,ορισμένος,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,διακριτός,υλικό

abstractly => αφηρημένα, abstractiveness => αφηρημάδα, abstractively => Αφηρημένα, abstractive => αφηρημένος, abstractitious => Περίληψη,