FAQs About the word retardent

επιβραδυντικό

any agent that retards or delays or hinders

No synonyms found.

No antonyms found.

retarded depression => Επιβραδυντική κατάθλιψη, retardative => Επιβραδυντικός, retardation => επιβράδυνση, retardant => Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση, retard => Καθυστερημένος,