Greek Meaning of retardent
επιβραδυντικό
Other Greek words related to επιβραδυντικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of retardent
- retarded depression => Επιβραδυντική κατάθλιψη
- retardative => Επιβραδυντικός
- retardation => επιβράδυνση
- retardant => Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση
- retard => Καθυστερημένος
- retama raetam => Ρετάμα
- retama => Ριτάμα
- retaliatory eviction => Αποβολή εκδίκησης
- retaliatory => αντιποίνων
- retaliator => Αντίποινα
Definitions and Meaning of retardent in English
retardent (n)
any agent that retards or delays or hinders
FAQs About the word retardent
επιβραδυντικό
any agent that retards or delays or hinders
No synonyms found.
No antonyms found.
retarded depression => Επιβραδυντική κατάθλιψη, retardative => Επιβραδυντικός, retardation => επιβράδυνση, retardant => Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση, retard => Καθυστερημένος,