Greek Meaning of retched
δυστυχής
Other Greek words related to δυστυχής
Nearest Words of retched
- retch => κάνω εμετό
- retardment => Καθυστέρηση
- retarding force => καθυστερητική δύναμη
- retarding => Καθυστερημένος
- retarder => Επιβραδυντής
- retardent => επιβραδυντικό
- retarded depression => Επιβραδυντική κατάθλιψη
- retardative => Επιβραδυντικός
- retardation => επιβράδυνση
- retardant => Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση
Definitions and Meaning of retched in English
retched (imp. & p. p.)
of Retch
FAQs About the word retched
δυστυχής
of Retch
έκανε εμετό,εξεμέσα,εκτοπισμένος,φιμωμένος,σήκωσε,hove,εκσφενδόνισε,έκανε εμετό,έφτυσε,έφτυσε
No antonyms found.
retch => κάνω εμετό, retardment => Καθυστέρηση, retarding force => καθυστερητική δύναμη, retarding => Καθυστερημένος, retarder => Επιβραδυντής,