Greek Meaning of stuffily

Μπούχτινα

Other Greek words related to Μπούχτινα

Definitions and Meaning of stuffily in English

Wordnet

stuffily (r)

in a stuffy manner

FAQs About the word stuffily

Μπούχτινα

in a stuffy manner

Κομμένος η ανάσα,κοντά,αποπνικτικός,ασφυκτικός,άνευ αέρα,βαρύς,καταπιεστικός,παχύς,ομιχλώδης,μη αεριζόμενο

αέρινος,ενθαρρυντικός,αέρας,ζωηρός,αναζωογονητικός,γλυκό,ανεπιτήδευτο,αποκαταστατικός,αναβιωτικό,αεριζόμενο

stuffer => γέμιση, stuffed tomato => Γεμιστά ντομάτες, stuffed shirt => Αριστοκράτης, stuffed peppers => Γεμιστά, stuffed mushroom => Γεμιστά μανιτάρια,