Greek Meaning of immiscibility
Αδυναμία ανάμιξης
Other Greek words related to Αδυναμία ανάμιξης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of immiscibility
- imminution => ελάττωση
- imminentness => επικείμενος
- imminently => άμεσα
- imminent abortion => επικείμενη έκτρωση
- imminent => επικείμενος
- imminency => επικείμενος
- imminence => επικείμενο
- immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης
- immigration => μετανάστευση
- immigrating => μετανάστης
Definitions and Meaning of immiscibility in English
immiscibility (n.)
Incapability of being mixed, or mingled.
FAQs About the word immiscibility
Αδυναμία ανάμιξης
Incapability of being mixed, or mingled.
No synonyms found.
No antonyms found.
imminution => ελάττωση, imminentness => επικείμενος, imminently => άμεσα, imminent abortion => επικείμενη έκτρωση, imminent => επικείμενος,