FAQs About the word threatener

απειλητικός

One who threatens.

θέτει σε κίνδυνο,απειλή,πονοκέφαλος (κρατούμενος),αιωρείται (πάνω από κάτι),Επικίνδυνα,θέτω σε κίνδυνο,κίνδυνος,Επικείμενο,Πρόβολος,κίνδυνος

No antonyms found.

threatened abortion => απειλούμενη άμβλωση, threatened => απειλούμενος, threat => απειλή, threaping => καυγάς, threaped => κουτσομπολεύω,