Greek Meaning of cauterized
καυτηριασμένο
Other Greek words related to καυτηριασμένο
- αμβλεία
- Εξασθενημένος
- νεκρωμένο
- ελαττωμένος
- θαμπό
- μουδιασμένος
- μειωμένη
- υποχώρησε
- εξασθενημένος
- ανακουφισμένο
- μουδιασμένος
- υγρός
- μειωμένος
- ανακουφισμένος
- λιγότερο
- πνιγηρός
- αглуτισμένος
- ήρεμος
- εξασθενημένος
- συρρικνώθηκε
- εξασθενημένος
- χαλάρωσε (κάτι)
- φωτισμένος
- μειωμένος
- μέτριος
- υποχώρησε
- κωνικό (απενεργοποιημένο)
- ήρεμος (κάτω)
- μειώθηκε
Nearest Words of cauterized
Definitions and Meaning of cauterized in English
cauterized (imp. & p. p.)
of Cauterize
FAQs About the word cauterized
καυτηριασμένο
of Cauterize
αμβλεία,Εξασθενημένος,νεκρωμένο,ελαττωμένος,θαμπό,μουδιασμένος,μειωμένη,υποχώρησε,εξασθενημένος,ανακουφισμένο
ενισχυμένοι,Ενισχυμένο,ενοποιημένο,deepened,βελτιωμένο,εντατικοποιημένος,ακονισμένο,διεγερμένος,Ενισχυμένο,κινούμενη
cauterize => καυτηριάζω, cauterization => καυτηρίαση, cauterism => καυτηριασμός, cauterise => καυτηριάζω, cauterisation => καυτηρίαση,