Greek Meaning of rheumatic
ρευματικό
Other Greek words related to ρευματικό
- ελαστικός
- ευέλικτος
- μαλακός
- πλαστικό
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- ανθεκτικός
- ελαστικός
- ελαστικός
- εύκαμπτος
- εφικτό
- υποχωρητικός
- γερμένο
- χαλαρός
- χαλαρός
- κουτσός
- λειαντός
- χυλώδης
- μαλακός
- σπογγώδης
- μαλακό
- ψηλόλιγνος
- εύκαμπτος
- εύπλαστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- ημιεύκαμπτος
- Ημιμαλακό
- λυγερός
Nearest Words of rheumatic
- rheumatic aortitis => Ρευματική αορτίτιδα
- rheumatic fever => Ρευματικός πυρετός
- rheumatic heart disease => Ρευματική καρδιοπάθεια
- rheumatism => Ρευματισμός
- rheumatism weed => Ρευματοχόρτο
- rheumatismal => ρευματικός
- rheumatismoid => ρευματικό
- rheumatoid => Ρευματοειδής
- rheumatoid arthritis => Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- rheumatoid factor => Ρευματοειδής παράγοντας
Definitions and Meaning of rheumatic in English
rheumatic (n)
a person suffering with rheumatism
rheumatic (s)
of or pertaining to arthritis
rheumatic (a.)
Derived from, or having the character of, rheum; rheumic.
Of or pertaining to rheumatism; as, rheumatic pains or affections; affected with rheumatism; as, a rheumatic old man; causing rheumatism; as, a rheumatic day.
rheumatic (n.)
One affected with rheumatism.
FAQs About the word rheumatic
ρευματικό
a person suffering with rheumatism, of or pertaining to arthritisDerived from, or having the character of, rheum; rheumic., Of or pertaining to rheumatism; as,
αρθριτικός,εύθραυστος,συμπαγής,πυκνό,Μη ελαστικό,ουσιαστικός,Κροκαλένια,στερεός,σκληρός,ανελαστικό
ελαστικός,ευέλικτος,μαλακός,πλαστικό,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,ανθεκτικός,ελαστικός,ελαστικός,εύκαμπτος
rheum rhaponticum => ρεβέντι, rheum rhabarbarum => Ραβέντι, rheum palmatum => Ραβέντι, rheum emodi => Ραβέντι της Ινδίας, rheum cultorum => Ρευματισμός,