Greek Meaning of rheumatismal
ρευματικός
Other Greek words related to ρευματικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of rheumatismal
- rheumatism weed => Ρευματοχόρτο
- rheumatism => Ρευματισμός
- rheumatic heart disease => Ρευματική καρδιοπάθεια
- rheumatic fever => Ρευματικός πυρετός
- rheumatic aortitis => Ρευματική αορτίτιδα
- rheumatic => ρευματικό
- rheum rhaponticum => ρεβέντι
- rheum rhabarbarum => Ραβέντι
- rheum palmatum => Ραβέντι
- rheum emodi => Ραβέντι της Ινδίας
- rheumatismoid => ρευματικό
- rheumatoid => Ρευματοειδής
- rheumatoid arthritis => Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- rheumatoid factor => Ρευματοειδής παράγοντας
- rheumatoid spondylitis => Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- rheumatologist => Ρευματολόγος
- rheumatology => Ρευματολογία
- rheumic => ρευματικός
- rheumides => ρευματισμός
- rheumy => βλεννογόνος
Definitions and Meaning of rheumatismal in English
rheumatismal (a.)
Of or pertaining to rheumatism.
FAQs About the word rheumatismal
ρευματικός
Of or pertaining to rheumatism.
No synonyms found.
No antonyms found.
rheumatism weed => Ρευματοχόρτο, rheumatism => Ρευματισμός, rheumatic heart disease => Ρευματική καρδιοπάθεια, rheumatic fever => Ρευματικός πυρετός, rheumatic aortitis => Ρευματική αορτίτιδα,