Greek Meaning of graspingness
άρπαγμα
Other Greek words related to άρπαγμα
- Απληστία
- κτητικότητα
- όρεξη
- Φιλαργυρία
- Επιθυμία
- απληστία
- πάθος
- πλεονεξία
- Λαχτάρα
- φιλαργυρία
- επιθυμία
- Φιλαργυρία
- πείνα
- μισθοφόρος
- αρπακτικότητα
- αρπακτικότητα
- δίψα
- εμπορευματοποίηση
- οδήγηση
- Εγωισμός
- εγωισμός
- αδηφαγία
- δίψα
- Φαγούρα
- πόθος
- υλισμός
- πάθος
- χοιράδικο
- πόθος
- η κτητικότητα
- αδηφαγία
- Ίδιο συμφέρον
- Εγωισμός
- λαχτάρα
- πόθος
- γεν
- λαίμαργια
Nearest Words of graspingness
Definitions and Meaning of graspingness in English
graspingness
greedy sense 3, avaricious, desiring material possessions urgently and excessively and often to the point of ruthlessness, used, designed, or adapted to grasp
FAQs About the word graspingness
άρπαγμα
greedy sense 3, avaricious, desiring material possessions urgently and excessively and often to the point of ruthlessness, used, designed, or adapted to grasp
Απληστία,κτητικότητα,όρεξη,Φιλαργυρία,Επιθυμία,απληστία,πάθος,πλεονεξία,Λαχτάρα,φιλαργυρία
ικανοποίηση,εκπλήρωση,εκπλήρωση,ικανοποίηση,ικανοποίηση,γενναιοδωρία,ανταμοιβή,φιλανθρωπία,γενναιοδωρία,γενναιοδωρία
grasped => άρπαξε, grappling (with) => πάλη (με), grapples (with) => παλεύει με, grapples => παλεύει, grappled (with) => παλεύω (με),