Greek Meaning of greedy-gut
λαίμαργος
Other Greek words related to λαίμαργος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of greedy-gut
- greegree => γκρίζ-γκρίζ
- greek => ελληνικός
- greek alphabet => Ελληνικό αλφάβητο
- greek architecture => Ελληνική αρχιτεκτονική
- greek calendar => ελληνικό ημερολόγιο
- greek calends => το ελληνικό ημερολόγιο
- greek capital => Αθήνα
- greek catholic => Ελληνοκαθολικοί
- greek chorus => Ελληνικός χορός
- greek church => ελληνική εκκλησία
Definitions and Meaning of greedy-gut in English
greedy-gut (n.)
A glutton.
FAQs About the word greedy-gut
λαίμαργος
A glutton.
No synonyms found.
No antonyms found.
greedy => Ταιριαστός, greediness => Φιλαργυρία, greedily => άπληστα, greed => Απληστία, gree => γραι,