Greek Meaning of licitly

νόμιμα

Other Greek words related to νόμιμα

Definitions and Meaning of licitly in English

Wordnet

licitly (r)

in a manner acceptable to common custom

FAQs About the word licitly

νόμιμα

in a manner acceptable to common custom

νόμιμος,νόμιμο,νόμιμος,εξουσιοδοτημένος,δικαιολογημένος,νόμιμος,κανονισμός,επιτρεπόμενο,συνταγματικός,καλός

κακός,εγκληματίας,κακός,παράνομος,νόθος,παράνομος,ανήθικος,απαγορευμένος,αμαρτωλός,παράνομος

licitation => δημοπρασία, licit => νόμιμος, licinius lucullus => Λικίνιος Λούκουλλος, lichwort => Γλυκόριζα, lichwale => Lichwale,