Greek Meaning of lick-spittle
γλείφτης
Other Greek words related to γλείφτης
- γλείφτης
- υποχείριο
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- δεξί χέρι
- μίνιον
- παράσιτο
- γλείφτης
- κόλακας
- Κόλακας
- Θαυμάστρια
- apartsitski
- γλείφτης
- αφοσιωμένος
- ανεμιστήρας
- Κόλακας
- παράσιτο
- Ειδωλολάτρης
- ακολούθησε
- μεροληπτικός
- Μαθητής
- σφουγγάρι
- Ναι-άνδρας
- οπαδός
- στρατιώτης
- εταιρικός άνδρας
- λατρευτής
- μαθητής
- ενθουσιώδης
- Ακόλουθος
- ερπετό
- ειδωλολάτρης
- κανακάρης
- βδέλλα
- αντάρτης
- κυνηγόσκυλο
- Δορυφόρος
- σφουγγάρι
- μπουμπούνας
- Λάτρης
- προσκυνητής
- προσκυνητής
- Ζηλωτής
Nearest Words of lick-spittle
Definitions and Meaning of lick-spittle in English
lick-spittle (n.)
An abject flatterer or parasite.
FAQs About the word lick-spittle
γλείφτης
An abject flatterer or parasite.
γλείφτης,υποχείριο,υπηρέτης,υπηρέτης,υπηρέτης,δεξί χέρι,μίνιον,παράσιτο,γλείφτης,κόλακας
No antonyms found.
lick-spigot => βρύση, lickpenny => Σφιχτοχέρης, lickety split => ακαριαία, lickety cut => αμέσως, lickerous => λαμπερός,