Greek Meaning of chocked

Πνιγμένος

Other Greek words related to Πνιγμένος

Definitions and Meaning of chocked in English

Webster

chocked (imp. & p. p.)

of Chock

FAQs About the word chocked

Πνιγμένος

of Chock

συλληφθείς,φρενάρισμα,αποκόβω,αποσυναρμολογημένο,συνέταξε,διακοπεί,μαρμελάδα,σβησμένος,κολλημένος,σβησμένος

ενεργοποιημένο,ενεργοποιημένος,φορτισμένος,οδήγησε,απολυμένος,παραχθεί,μετακινηθήκαμε,ώθηθηκε,έσπρωξε,τρέχω

chock-a-block => Σφύζει από κόσμο, chockablock => γεμάτο ασφυκτικά, chock up => σφηνώνω, chock => σφήνα, choc-ice => παγωτό ξυλάκι,