Greek Meaning of pressingly
επιτακτικά
Other Greek words related to επιτακτικά
- οξύς
- επείγον
- καίγοντας
- πειστικός
- κριτική
- κλάμα
- απελπισμένος
- φρικτός
- αναδυόμενος
- απαιτητικός
- επιτακτικός
- ενοχλητικός
- επίμονος
- άμεσος
- έντονο
- σοβαρός
- Διαμαρτυρία
- κρίσιμος
- επικίνδυνο
- απαιτητικός
- ακραίο
- τάφος
- επικίνδυνος
- άμεσος
- αυταρχικός
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- απαραίτητος
- επικράτηση
- επικίνδυνος
- επισφαλής
- σοβαρός
- ασταθής
- Ζωτικός
Nearest Words of pressingly
Definitions and Meaning of pressingly in English
pressingly (r)
in a pressing manner
FAQs About the word pressingly
επιτακτικά
in a pressing manner
οξύς,επείγον,καίγοντας,πειστικός,κριτική,κλάμα,απελπισμένος,φρικτός,αναδυόμενος,απαιτητικός
τυχαίο,Χαμηλή πίεση,ανήλικος,αμελητέος,ασήμαντος,ασήμαντο,μη κρίσιμος,μη επείγον,ασφαλής,σταθερός
pressing => επείγον, pressed => πιεσμένο, pressburg => Πρεσβούργο, pressboard => Πρεσαριστό χαρτί, press work => Τυπογραφικές εργασίες,