Greek Meaning of lankness

λιτότητα

Other Greek words related to λιτότητα

Definitions and Meaning of lankness in English

Webster

lankness (n.)

The state or quality of being lank.

FAQs About the word lankness

λιτότητα

The state or quality of being lank.

μαλακός,κουτσός,γερμένο,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,μαλακός,υποχωρητικός,λεπτός

στερεός,σκληρός,άκαμπτος,ανθεκτικός,άκαμπτος,στερεός,ήχος,άκαμπτος,δυνατός,γερός

lankly => μακρόστενος, lankiness => λιγνότης, lank => ψηλόλιγνος, lanius ludovicianus migrans => Αμερικανικό Λιανονέρι, lanius ludovicianus excubitorides => Βόρειος αετομάχος,