Greek Meaning of lankly

μακρόστενος

Other Greek words related to μακρόστενος

Definitions and Meaning of lankly in English

Webster

lankly (adv.)

In a lank manner.

FAQs About the word lankly

μακρόστενος

In a lank manner.

μαλακός,κουτσός,γερμένο,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,μαλακός,υποχωρητικός,λεπτός

στερεός,σκληρός,άκαμπτος,ανθεκτικός,άκαμπτος,στερεός,ήχος,άκαμπτος,δυνατός,γερός

lankiness => λιγνότης, lank => ψηλόλιγνος, lanius ludovicianus migrans => Αμερικανικό Λιανονέρι, lanius ludovicianus excubitorides => Βόρειος αετομάχος, lanius lucovicianus => Αμερικάνικο αετομάχο,