Greek Meaning of inordinately

υπερβολικά

Other Greek words related to υπερβολικά

Definitions and Meaning of inordinately in English

Wordnet

inordinately (r)

extremely

FAQs About the word inordinately

υπερβολικά

extremely

υπερβολικά,υπερβολικά,επίσης,διαβολικά,εξαιρετικά,υπερβολικά ακριβός,πολύ,απίστευτα,ανυπόφορα,τεράστιος

ανεπαρκώς,ανεπαρκώς,μέτρια,λογικά,αποδεκτά,μόλις,μόλις,μόνο,περιθωριακός,ελάχιστα

inordinate => υπερβολικός, inordinacy => υπερβολή, inopulent => μη εύπορος, inoppressive => μη καταπιεστικός, inopportunity => ανάρμοστος,