Greek Meaning of personal representative
Προσωπικός αντιπρόσωπος
Other Greek words related to Προσωπικός αντιπρόσωπος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of personal representative
- personal relationship => προσωπική σχέση
- personal relation => Προσωπικές σχέσεις
- personal property => Προσωπική περιουσία
- personal pronoun => Προσωπική αντωνυμία
- personal organizer => Προσωπικός διοργανωτής
- personal organiser => Προσωπικός διοργανωτής
- personal memory => Προσωπική μνήμη
- personal matters => προσωπικά ζητήματα
- personal manner => προσωπικός τρόπος
- personal magnetism => προσωπικός μαγνητισμός
- personalise => εξατομικεύω
- personalised => εξατομικευμένη
- personalism => προσωπικισμός
- personalities => προσωπικότητες
- personality => προσωπικότητα
- personality assessment => Αξιολόγηση της προσωπικότητας
- personality disorder => διαταραχή προσωπικότητας
- personality inventory => Απογραφή προσωπικότητας
- personality test => Τεστ προσωπικότητας
- personalize => εξατομικεύω
Definitions and Meaning of personal representative in English
personal representative (n)
a person who manages the affairs of another
FAQs About the word personal representative
Προσωπικός αντιπρόσωπος
a person who manages the affairs of another
No synonyms found.
No antonyms found.
personal relationship => προσωπική σχέση, personal relation => Προσωπικές σχέσεις, personal property => Προσωπική περιουσία, personal pronoun => Προσωπική αντωνυμία, personal organizer => Προσωπικός διοργανωτής,