Greek Meaning of hygienist
Οδοντοϋγιεινιστής
Other Greek words related to Οδοντοϋγιεινιστής
Nearest Words of hygienist
Definitions and Meaning of hygienist in English
hygienist (n)
a medical specialist in hygiene
hygienist (n.)
One versed in hygiene.
FAQs About the word hygienist
Οδοντοϋγιεινιστής
a medical specialist in hygieneOne versed in hygiene.
καθαριότητα,Φυσική κατάσταση,Υγεία,υγεία,Ανθεκτικότητα,υγεία,πρόνοια,ευεξία,υγεία,δραστηριότητα
συνθήκη,αδυναμία,βρωμιά,νόσος,Αδυναμία,ασθένεια,χωλότητα,Ακαθαρσία,ακαθαρσία,αδυναμία
hygienism => Υγιεινή, hygienise => υγιεινοποιώ, hygienics => υγιεινή, hygienically => υγιεινά, hygienical => υγιεινός,