Greek Meaning of cliquishness

Ομαδοποιήσεις

Other Greek words related to Ομαδοποιήσεις

Definitions and Meaning of cliquishness in English

Wordnet

cliquishness (n)

tendency to associate with only a select group

FAQs About the word cliquishness

Ομαδοποιήσεις

tendency to associate with only a select group

φιλία,clubbiness,εγκάρδιος,φιλία,ιδιοφυΐα,αμοιβαιότητα,φιλικότητα,αγάπη,συγγένεια,συνημμένο αρχείο

απόσταση,κρύο,ψυχρότητα,εφεδρεία,αποξένωση,Απομακρυσμένη

cliquishly => Συστημοταγώς, cliquish => κλίκας, clique => κλίκα, clipping => αποκόμματα, clippety-clop => κλιπ-κλοπ,