Greek Meaning of regulatory
ρυθμιστικός
Other Greek words related to ρυθμιστικός
Nearest Words of regulatory
- regulatory agency => Ρυθμιστική αρχή
- regulatory authority => ρυθμιστική αρχή
- regulatory gene => Ρυθμιστικό γονίδιο
- regulatory offence => Πειθαρχικό παράπτωμα
- regulatory offense => Κανονιστική παράβαση
- reguli => Τακτικά
- reguline => Ρέγουλος
- regulize => ρυθμίζω
- regulus => Βασιλίσκος
- regulus calendula => Κατιφές
Definitions and Meaning of regulatory in English
regulatory (s)
restricting according to rules or principles
FAQs About the word regulatory
ρυθμιστικός
restricting according to rules or principles
εκτελεστικός,κυβερνητικός,επίσημος,Κοινοβουλευτικό,διοικητικός,γραφειοκρατικός,διοικητικός,υπουργικός,Εποπτικό,αυταρχικός
Μη εποπτευόμενος,Μη διευθυντικός
regulator gene => Γονίδιο ρύθμισης, regulator => ρυθμισтель, regulative => ρυθμιστικός, regulation time => Κανονικός χρόνος, regulation => κανονισμός,