Greek Meaning of regulative
ρυθμιστικός
Other Greek words related to ρυθμιστικός
- περιέχει
- έλεγχος
- Πεζοδρόμιο
- κυβερνάω
- κρατάω
- μέτρο
- Αναχαιτίζω
- πνίγω
- καταπιέζω
- έλεγχος
- περιορίζω
- κρατώ
- αναστέλλω
- να περάσει
- Κανόνας
- σταματάω
- εξημερώνω
- σύλληψη
- μπλοκ
- μπουκάλι (πάνω)
- χαλινάρι
- πνίγομαι (πίσω)
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- απέχω
- εμποδίζω
- διακόπτης
- Κιμάς
- πνίγω
- εμποδίζω
- τσέπη
- συγκρατώ
- καταπιέζω
- σιωπή
- νιπτήρας
- πνίγω
- πνίγω
- Στραγγαλίζω
- καταπίνω
Nearest Words of regulative
- regulator => ρυθμισтель
- regulator gene => Γονίδιο ρύθμισης
- regulatory => ρυθμιστικός
- regulatory agency => Ρυθμιστική αρχή
- regulatory authority => ρυθμιστική αρχή
- regulatory gene => Ρυθμιστικό γονίδιο
- regulatory offence => Πειθαρχικό παράπτωμα
- regulatory offense => Κανονιστική παράβαση
- reguli => Τακτικά
- reguline => Ρέγουλος
Definitions and Meaning of regulative in English
regulative (s)
restricting according to rules or principles
regulative (a.)
Tending to regulate; regulating.
Necessarily assumed by the mind as fundamental to all other knowledge; furnishing fundamental principles; as, the regulative principles, or principles a priori; the regulative faculty.
FAQs About the word regulative
ρυθμιστικός
restricting according to rules or principlesTending to regulate; regulating., Necessarily assumed by the mind as fundamental to all other knowledge; furnishing
περιέχει,έλεγχος,Πεζοδρόμιο,κυβερνάω,κρατάω,μέτρο,Αναχαιτίζω,πνίγω,καταπιέζω,έλεγχος
απελευθερώνω,χαλαρώνω,χάσει,εκφράζω,χαλαρός,πακέτο,αέρας,Απελευθερώ,εξαερισμός
regulation time => Κανονικός χρόνος, regulation => κανονισμός, regulating => Ρυθμιστικό, regulated => ρυθμιζόμενο, regulate => ρυθμίζω,