Greek Meaning of normalize
κανονικοποιώ
Other Greek words related to κανονικοποιώ
Nearest Words of normalize
- normalization => Κανονικοποίηση
- normality => κανονικότητα
- normaliser => κανονικοποιώ
- normalise => κανονικοποιώ
- normalisation => κανονικοποίηση
- normalcy => κανονικότητα
- normal tension glaucoma => Γλαύκωμα κανονικής πίεσης
- normal school => Παιδαγωγική Ακαδημία
- normal fault => Κανονικό ρήγμα
- normal dwarf => Κανονικός νάνος
- normalizer => κανονικοποιητής
- normally => συνήθως
- norman => Νόρμαν
- norman architecture => Νορμανδική αρχιτεκτονική
- norman conquest => η νορμανδική κατάκτηση
- norman french => Νορμανδική Γαλλική
- norman jewison => Νόρμαν Τζούισον
- norman mailer => Νόρμαν Μέιλερ
- norman mattoon thomas => Νόρμαν Ματτόον Τόμας
- norman rockwell => Νόρμαν Ρόκγουελ
Definitions and Meaning of normalize in English
normalize (v)
become normal or return to its normal state
make normal or cause to conform to a norm or standard
bring to a desired consistency, texture, or hardness by a process of gradually heating and cooling
FAQs About the word normalize
κανονικοποιώ
become normal or return to its normal state, make normal or cause to conform to a norm or standard, bring to a desired consistency, texture, or hardness by a pr
τυποποιώ,Συντονίζω,τυποποιώ,Ομογενοποιώ,ενσωματώνω,οργανώνω,τακτοποιείν,ρυθμίζω,μέσος,κωδικοποιώ
προσαρμόζω,Ράφτης,εξατομικεύω
normalization => Κανονικοποίηση, normality => κανονικότητα, normaliser => κανονικοποιώ, normalise => κανονικοποιώ, normalisation => κανονικοποίηση,