Greek Meaning of quotidian
καθημερινό
Other Greek words related to καθημερινό
- κοινός
- συνηθισμένος
- γνώριμος
- Νοικοκυριό
- συνηθισμένος
- πανταχού παρών
- συνήθης
- κάθε μέρα
- συχνός
- συνηθισμένος
- γενικός
- φυσιολογικός
- επικρατούσας
- ρουτίνα
- μια δεκάρα η δωδεκάδα
- αδιάκοπος
- Κοινό ή κήπος
- σταθερά
- συνεχής
- συνεχής
- ενδημικός
- αδιάκοπος
- Υποχρεωτικό
- Υποχρεωτικός
- πολυετής
- δημοφιλής
- διαδεδομένος
- εξάπλωση
- επαναλαμβανόμενο
- τακτικός
- Επαναλαμβανόμενος
- πρότυπο
- αδιάκοπος
- καθολικός
Nearest Words of quotidian
Definitions and Meaning of quotidian in English
quotidian (s)
found in the ordinary course of events
quotidian (a.)
Occurring or returning daily; as, a quotidian fever.
quotidian (n.)
Anything returning daily; especially (Med.), an intermittent fever or ague which returns every day.
FAQs About the word quotidian
καθημερινό
found in the ordinary course of eventsOccurring or returning daily; as, a quotidian fever., Anything returning daily; especially (Med.), an intermittent fever o
κοινός,συνηθισμένος,γνώριμος,Νοικοκυριό,συνηθισμένος,πανταχού παρών,συνήθης,κάθε μέρα,συχνός,συνηθισμένος
εξαιρετικός,σπάνιος,σπάνιος,σπάνια,ασυνήθιστος,άγνωστο,ασυνήθιστο,μη φυσιολογικός,ακανόνιστος,περιστασιακός
quotha => είπε, quoth => είπε, quoter => παραθέτης, quoted => αποσπασματικός, quote => παράθεση,