Greek Meaning of uncongeniality

ασυμβατότητα

Other Greek words related to ασυμβατότητα

Definitions and Meaning of uncongeniality in English

Wordnet

uncongeniality (n)

a disposition not to be congenial

FAQs About the word uncongeniality

ασυμβατότητα

a disposition not to be congenial

κακός,σκληρός,δυσάρεστος,Δυσάρεστος,φρικτός,πικρός,δυσάρεστος,δυσάρεστος,απεχθής,φοβερός

ευχάριστος,φιλικός,απολαυστικό,καλός,ευγνώμων,ικανοποιητικός,ωραίο,νόστιμος,ευχάριστος,ευχάριστος

uncongenial => ασύμβατος, uncongeal => ξεπαγώνω, unconfused => ξεκάθαρο, unconfounded => Ασύγχυτος, unconfound => ξεμπλέκω,