FAQs About the word enfreedom

ελευθερία

To set free.

No synonyms found.

No antonyms found.

enfree => ελεύθερος, enfranchising => απόδοση δικαιώματος ψήφου, enfranchiser => ελευθερωτής, enfranchisement => χειραφέτηση, enfranchised => Eγκεκριμένος,