Greek Meaning of authentications

ταυτοποιήσεις

Other Greek words related to ταυτοποιήσεις

Definitions and Meaning of authentications in English

authentications

an act, process, or method of showing something (such as an identity, a piece of art, or a financial transaction) to be real, true, or genuine

FAQs About the word authentications

ταυτοποιήσεις

an act, process, or method of showing something (such as an identity, a piece of art, or a financial transaction) to be real, true, or genuine

επιβεβαιώσεις,αποδεικτικά στοιχεία,ταυτοποιήσεις,αποδείξεις,επικυρώσεις,επιβεβαιώσεις,κουπόνια,μάρτυρες,τα αγαθά,βεβαιώσεις

κατηγορίες,ισχυρισμοί,υποθέσεις,χρεώσεις,οι προϋποθέσεις,αντικρούσεις,ανασκευές,υποψίες,εικασίες,εικασίες

authenticates => Επαληθεύει, auteurs => συγγραφείς, autarch => αυτάρκης, aureoles => φωτοστέφανα, aureolae => αίγλες,