Greek Meaning of imperially

αυτοκρατορικά

Other Greek words related to αυτοκρατορικά

Definitions and Meaning of imperially in English

Wordnet

imperially (r)

in an imperial manner

Webster

imperially (adv.)

In an imperial manner.

Webster

imperially (n.)

Imperial power.

FAQs About the word imperially

αυτοκρατορικά

in an imperial mannerIn an imperial manner., Imperial power.

επικός,ένδοξος,Μεγάλος,επιβλητικός,υπέροχος,επιβλητικός,μαζικός,μνημειακός,υπερήφανος,βασιλικός, βασιλιάς

μέσος,κοινός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,συνηθισμένος,αδιάφορος,ανάξιος λόγου,ταπεινός,ασήμαντος

imperializing => ιμπεριαλιστικός, imperialized => αυτοκρατορικοποιήθηκε, imperialize => αυτοκρατοροποιώ, imperiality => ιμπεριαλισμός, imperialities => ιμπεριαλισμοί,