Greek Meaning of imperially
αυτοκρατορικά
Other Greek words related to αυτοκρατορικά
- επικός
- ένδοξος
- Μεγάλος
- επιβλητικός
- υπέροχος
- επιβλητικός
- μαζικός
- μνημειακός
- υπερήφανος
- βασιλικός, βασιλιάς
- βασιλικός
- Αύγουστος
- βαρονικός
- κολοσσιαίος
- Κοσμικό
- φοβερός
- γενναιοδωρος
- μεγαλοπρεπής
- ηρωικός
- ηρωικός
- ομηρικός
- εντυπωσιακός
- σπάταλος
- πολυτελής
- θαυμαστός
- ευγενής
- οπερατικός
- αξιοσημείωτος
- υπέροχος
- μεγαλοπρεπής
- τεράστιος
- υπέροχος
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- καταπληκτικός
- φρικτός
- ουράνιος
- θείος
- εξαιρετικός
- εξωφρενικός
- Όμορφος
- ουράνιος
- φουσκωμένο
- βασιλικός
- εύγενος
- μεγαλειώδης
- θαυμάσιος
- τερατώδης
- πολυτελής
- υπερβολικός
- παλατιανός
- πομπώδης
- πριγκιπικός
- θαυμαστός
- βασιλικός
- τρομερός
- εντυπωσιακός
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικός
- υψηλός
- λαμπρός
- θαυμάσιος
- φοβερός
- θαυμαστός
- κοσμικός
Nearest Words of imperially
- imperializing => ιμπεριαλιστικός
- imperialized => αυτοκρατορικοποιήθηκε
- imperialize => αυτοκρατοροποιώ
- imperiality => ιμπεριαλισμός
- imperialities => ιμπεριαλισμοί
- imperialistic => ιμπεριαλιστικός
- imperialist => ιμπεριαλιστής
- imperialism => Αυτοκρατορία
- imperial moth => Μάτι του παγώνιου
- imperial mammoth => Αυτοκρατορικό μαμούθ
Definitions and Meaning of imperially in English
imperially (r)
in an imperial manner
imperially (adv.)
In an imperial manner.
imperially (n.)
Imperial power.
FAQs About the word imperially
αυτοκρατορικά
in an imperial mannerIn an imperial manner., Imperial power.
επικός,ένδοξος,Μεγάλος,επιβλητικός,υπέροχος,επιβλητικός,μαζικός,μνημειακός,υπερήφανος,βασιλικός, βασιλιάς
μέσος,κοινός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,συνηθισμένος,αδιάφορος,ανάξιος λόγου,ταπεινός,ασήμαντος
imperializing => ιμπεριαλιστικός, imperialized => αυτοκρατορικοποιήθηκε, imperialize => αυτοκρατοροποιώ, imperiality => ιμπεριαλισμός, imperialities => ιμπεριαλισμοί,