Greek Meaning of jejuneness

νιότητα

Other Greek words related to νιότητα

Definitions and Meaning of jejuneness in English

Wordnet

jejuneness (n)

lacking and evidencing lack of experience of life

the quality of being vapid and unsophisticated

quality of inadequate nutritive value

FAQs About the word jejuneness

νιότητα

lacking and evidencing lack of experience of life, the quality of being vapid and unsophisticated, quality of inadequate nutritive value

βαρετό,βαρετό,σκονισμένος,παλιό,αργός,κουραστικός,κουρασμένος,κουραστικό,ενοχλητικό,άνυδρος

απορροφητικός,αστείος,εκπληκτικός,Εκπληκτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό

jejunely => Ανιαρός, jejune => πεινασμένος, jejunal artery => νηστιδιακή αρτηρία, jejunal => νήστις, jehovistic => Ιεχωβάκλων,